πετροκυλιστης

πετροκυλιστης
    πετροκυλιστής
    πετρο-κῠλιστής
    -οῦ ὅ вкатывающий глыбу
    

(Σίσυφος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πετροκυλιστης" в других словарях:

  • πετροκυλιστής — rolling rocks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροκυλιστής — ὁ, Α αυτός που κυλάει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + *κυλιστής (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. αμαξο κυλιστής] …   Dictionary of Greek

  • πετροκυλιστῇ — πετροκυλιστής rolling rocks masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροκυλιστάς — πετροκυλιστά̱ς , πετροκυλιστής rolling rocks masc acc pl πετροκυλιστά̱ς , πετροκυλιστής rolling rocks masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροκυλιστῆι — πετροκυλιστῇ , πετροκυλιστής rolling rocks masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»